ὀρεκτικοῦ

ὀρεκτικοῦ
ὀρεκτικός
appetitive
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορεκτικότητα — η [ορεκτικός] η ιδιότητα τού ορεκτικού, η διάθεση τού ορεκτικού …   Dictionary of Greek

  • καναπεδάκι — το 1. μικρός καναπές 2. συν. στον πληθ. τα καναπεδάκια είδος ορεκτικού με βάση μικρό ψωμάκι …   Dictionary of Greek

  • σαλάτα — η, Ν είδος εδέσματος, ορεκτικού ή συμπληρωματικού τού κυρίως φαγητού, που παρασκευάζεται από ποικίλα προϊόντα, κυρίως από ωμά ή βρασμένα λαχανικά ή και από άλλα εδώδιμα, και στο οποίο προστίθενται διάφορα αρτυματικά, λάδι, ξίδι ή λεμόνι, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • ταραμοσαλάτα — η είδος ορεκτικού που γίνεται από ταραμά, ψωμί, λάδι, λεμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”